Search Results
Number of Results: 7
TEREDO
Definition
Γένος κοινών θαλάσσιων μαλακίων που προκαλούν καταστροφές στο ξύλο, αδυνατίζοντας έτσι τις ξύλινες κατασκευές όπως αποβάθρες, πάσσαλους και ξύλινα τμήματα των ιχθυοκλωβών και καθιστώντας τις εύθραυστες σε περιόδους θύελλας. Η δράση τους αποφεύγεται με χρ