TETRASELMIS
Definition
Γένος μαστιγωτών (μονοκύτταρα φύκη), που καλλιεργείται μαζικά στα εκκολαπτήρια ως πηγή τροφής γιά διηθηματοφάγους οργανισμούς, όπως ο γόνος και οι προνύμφες των διθύρων μαλακίων, ή η Artemia salina.
English
French
Spanish
Greek
Norwegian
German
Italian