Search Results
Number of Results: 23
ALGIN
Definition
Βλ. ΑΛΓIΝIΚΑ: Πολυσακχαρίτες φυκών που αποτελούν κύριο συστατικό των κυτταρικών τοιχωμάτων των φαιοφυκών. Αλατα προερχόμενα από το αλγινικό οξύ, που παράγεται από φαιοφύκη της ομοταξίας των λαμιναριωδών. Το ίδιο το αλγινικό όξύ είναι ένα αδιάλυτο κολλοει